- ανώνυμος
- -η, -ο (Α ἀνώνυμος, -ον)1. ο χωρίς όνομα2. αυτός που δεν φέρει υπογραφή(«ἀνώνυμη καταγγελία», «ἀνώνυμος μήνυσις», Λυσίας)νεοελλ.αυτός που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωποαρχ.1. ανείπωτος, απερίγραπτος2. αυτός που δεν πρέπει να κατονομάζεται («ταῑς ἀνωνύμοις θεαῑς», για τις Ερινύες, Ευριπ.)3. άγνωστος, άδοξος(«ἀνώνυμον γῆρας», Πίνδαρος«ἀνωνυμοι καί ἄδοξοι», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αν - στερ. + όνυμα, αιολ. τ. του όνομα. Το -ω- (ανώνυμος) από έκταση του φωνήεντος λόγω σύνθεσης].
Dictionary of Greek. 2013.